- столовный
- επ.1. του τραπεζιού•
столовный ящик συρτάρι του τραπεζιού.
2. του φαγητού•-ая ложка κουτάλι του φαγητού•
-ая соль αλάτι μαγειρικό.
3. επίπεδος•-ая вершина επίπεδη κορυφή.
εκφρ.-ое вино – γνήσιο κρασί.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.